Για τον Θείο Φώντα του Βύρωνα...

Δεν είναι εύκολο να γράψεις για έναν δικό σου άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή. Αλλά, ο θείος ο Φώντας, που έφυγε ήσυχα στον ύπνο του την Κυριακή 19 Ιανουαρίου το απόγευμα, δεν ήταν μόνο ο αδερφός του πατέρα μου, ο συνδετικός κρίκος της οικογένειας με το παρελθόν της, ο θείος που είχε πάντα ένα χωρατό, ένα ανέκδοτο να διηγηθεί με χαμόγελο.
Ήταν ένας άνθρωπος που αγάπησε τον Βύρωνα ζώντας στους χωματένιους του δρόμους στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Κι ένας στιχουργός που άφησε πίσω του 130 τραγούδια, ορισμένα εκ των οποίων, σίγουρα τα έχετε σιγοτραγουδήσει.
Τον αποχαιρετήσαμε στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου. Η σύντροφος της ζωής του, η σύζυγος του Μάρθα Βούρτση, οι συγγενείς και οι φίλοι του.
Ο Ξενοφών Φιλέρης γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1929 στο Κολωνάκι. Ο πατέρας του Ευάγγελος, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς εμποροράφτες της Αθήνας και η οικογένειά του ζούσε με σχετική άνεση. Η καλπάζουσα φυματίωση, όμως, που τον χτύπησε το 1936 ήταν θανατηφόρα και ο Ευάγγελος Φιλέρης, πέθανε σε ηλικία 53 ετών.
Η μητέρα του, Σοφία αναγκάστηκε να εκποιήσει σχεδόν όλη την περιουσία της οικογένειας, αγοράζοντας ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ελβετία. Μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Βασίλη, ο Φώντας και η μητέρα τους, εγκαταστάθηκαν στον Βύρωνα, παλεύοντας, πλέον για την επιβίωση.
Η κατοχή σημάδεψε έντονα τον νεαρό Ξενοφώντα. Η πείνα, ο άγριος χειμώνας του 1942 και, βέβαια, η αντίσταση που στην αρχή ήρθε αυθόρμητα με τους περίφημους σαλταδόρους και στη συνέχεια έγινε συνείδηση με την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ, σημάδεψαν την ζωή του μέχρι το τέλος της.
Ο αδερφός του Βασίλης ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τομέα και μαζί με τον Γιάννη Ιωάννου, έγραψαν τον ύμνο της βυρωνιώτικης οργάνωσης της ΕΠΟΝ.
Τα κατορθώματα, αλλά και τα ονόματα των νεαρών συντρόφων του, ο Ξενοφών Φιλέρης αποτύπωσε και εξιστόρησε στο βιβλίο του “Οι σαλταδόροι του Βύρωνα”, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Αργότερα, στον δίσκο του Γιώργου Ζαμπέτα “Λαϊκά Ντοκουμέντα”, στο τραγούδι “Φιφίκος” περιέγραφε, τις αποκοτιές εκείνης της παρέας των αμούστακων νεαρών που αψηφούσαν τον κίνδυνο και άφηναν εμβρόντητους τους κατακτητές:

Σταδίου και Αμερικής, άραζε το καμιόνι
για βραδινό συσσίτιο, κρέας με μακαρόνι
Κι ένας Φρατέλος έβγαινε διανομή να κάνει
στο διπλανό φυλάκι, σβέλτα και μάνι μάνι

Βρε Φιφίκο, βρε Αλέκο
βρε Μενέλαε κουνήσου
κάνε ντου στον Ιταλιάνο
κι ύστερα εξαφανίσου

Τρεις φίλοι από τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι
Και μύριζε, Θεούλη μου, ο δρόμος μακαρόνι
Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη.

Οι τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας, είναι βέβαια υπαρκτά πρόσωπα. Μενέλαος Αλεξάς, Αλέκος Βλάχος και Μίμης Σπηλιόπουλος, ή “Φιφίκος”. Ο Φώντας δεν τους ξέχασε ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Όχι μόνο τους τρεις, που τραγούδησε ο Ζαμπέτας, αλλά όλους τους μικρούς ξυπόλητους ήρωες της νιότης του.
Κάθε φορά που ερχόταν στον Βύρωνα, περνούσε μια βόλτα από το καφενείο, για να δει τους παλιούς του φίλους και συναγωνιστές.
Ο Βύρωνας της κατοχής έμεινε βαθιά χαραγμένος στην ψυχή του: “Αν πας ποτέ στο Βύρωνα, ψάξε λοιπόν να βρεις το σπίτι που μεγάλωσα και θα με θυμηθείς” έγραφε το 1978, ενώ λίγο νωρίτερα (το 1975) θύμιζε: “Στα χρόνια τα κατοχικά άφησα στο Παγκράτι, σ’ ένα θρανίο μάνα μου τα γράμματα αμανάτι, και πήρα δρόμους ψάχνοντας ήλιο να βρω κοντά σου,Αθήνα μου κατοχική σκιά μες στη σκιά σου”.

Η “επίσκεψή” του στην Κομαντατούρα το Γενάρη του 1944 (ανήμερα των γενεθλίων του) για την κλοπή ενός αυτόματου όπλου, η μεγάλη πορεία του εφεδρικού ΕΛΑΣ το 1945 από την Αθήνα ως τη Λαμία, ο θάνατος της μητέρας του το 1947 στην πυρκαγιά του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, η εξορία στην Ικαρία ακολούθησαν την κατοχή.

Ο Φώντας εργάστηκε μαζί με τον αδερφό του Βασίλη, που είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Έκανε κι άλλες δουλειές, πριν αποφασίσει να πάει στο Παρίσι, όπου σπούδασε στη σχολή ΙΝΤΕΚ, αποφοιτώντας ως επαγγελματίες μακιγιέρ κινηματογράφου.
Στο σινεμά εργάστηκε μέχρι το 1970. Μακιγιέρ, παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος.

Από το 1967 μπήκε στην ελληνική δισκογραφία, γράφοντας περίπου 130 τραγούδια. Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Κώστα Χατζή, τον Βασίλη Δημητρίου, τον Γιώργο Κριμιζάκη, τον Βασίλη Δημητρίου και άλλους.
“Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά”, “Στον Λευκό τον Πύργο”, “Το Θέμα είναι να τη βρω” “Πάρε ένα κοχύλι από το Αιγαίο”, “Το Ταμ-Ταμ”, “Το γυφτάκι”, “Πάρε ένα κοχύλι από το Αιγαίο”, “Ο Λαός μας”, “Άντε να σαλτάρω” έχουν τους στίχους του.
Πολύ ερωτικός στο “Μόνο "θα ξανάρθω" να μου τάξεις, όταν το μαντήλι θα χαθεί. Βγες στην κουπαστή ναν το φωνάξεις, σ’ όλο το Αιγαίο ν’ ακουστεί” οπωσδήποτε λαϊκός όταν έγραφε “Μέσα σε δυο μήνες, βάλαμε στεφάνι, στον Άγιο Δημήτρη έγινα γαμπρός. κι από Αθηναίος, μέσα σε δυο μήνες έγινα, ρε μάγκα, Σαλονικιός” αλλά και ένας ανήσυχος πολίτης της αριστεράς.

Όπως στους “Παράλληλους Δρόμους”

“Εμείς δεν έχουμε πορεία

Κάθε λαός και ιστορία 

Κάθε σοφός και θεωρία

Κάθε δυο τρεις και μια θρησκεία

Κάθε λαός και μία μπάγκα

Μάρκα, δολάρια και φράγκα

Η επιστήμη στο φεγγάρι

Και το χτικιό στο παλικάρι”

αλλά και το “Ταμ-Ταμ”:

“Μόνο μια φορά το χρόνο, οι λευκοί δε με μισούν

γιατί πρέπει στους αγώνες, οι βαθμοί να μη χαθούν

Τρέξε νέγρο πεισματάρη, κι έχεις κόκαλο γερό

Το λευκό το πεισματάρη, να νικήσεις να χαρώ”

Το μνημόσυνο του Ξενοφώντα Φιλέρη γίνεται την Κυριακή 23/2 στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου στις 11:15 πμ.

* Ο Γιάννης Φιλέρης είναι δημοσιογράφος και ζει στον Βύρωνα